Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Κοινή δράση: αναγκαιότητα εποχής και φάσης κινήματος

Μ΄ αφορμή την αντιδραστική -made in USA- τριμερή σύνοδο Ελλάδας Κύπρου - Ισραήλ, στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Ιούλιο, άνοιξε εκτός των άλλων, η συζήτηση για το ζήτημα της κοινής δράσης. Ανοίγει λοιπόν μια συζήτηση που αν εκ πρώτης όψεως αφορά την ΛΑ-ΑΑΣ, ουσιαστικά αγγίζει και αφορά ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό οργανώσεων και αγωνιστών, μέσα στο οποίο κυκλοφορεί μια πανσπερμία απόψεων για το τι είναι η κοινή δράση και πως την αντιμετωπίζουμε.

Οι συναγωνιστές του Μ-Λ ΚΚΕ, στον «Λαϊκό Δρόμο» (τεύχος 341) γράφουν ότι η δική τους αφετηρία ξεκινά από θέσεις που έχουμε συμφωνήσει, υπονοώντας σαφώς ότι το ΚΚΕ(μ-λ) παραβιάζει τις συμφωνημένες θέσεις. Κατηγορείται επίσης ότι θέλει η «η ΛΑ-ΑΑΣ να παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες, τόσο σε κεντρικό επίπεδο όσο και σε τοπικό επίπεδο, που να συμπεριλάβουν την κοινή δράση με πολιτικές οργανώσεις. Θέτουν, δηλαδή, ζήτημα ανάπτυξης της πολιτικής δράσης μέσα από πολιτικές συνεργασίες με άλλες πολιτικές οργανώσεις.»

Ενδεικτικό της προαναφερόμενης λογικής είναι, πως επιχειρώντας να τοποθετηθεί για την κοινή δράση ξεκινά από το ότι «η ΛΑ-ΑΑΣ κινείται σε μια κατεύθυνση πολιτικής αντιπαράθεσης και πολιτικού διαχωρισμού από τις πολιτικές οργανώσεις που έχουν βαθιά λαθεμένη πολιτική και προκαλούν ζημιά στην υπόθεση του αριστερού και λαϊκού κινήματος» και βάζει μετά «ότι αναπτύσσει πρωτοβουλίες και κοινή δράση στο έδαφος των μετώπων της εργατικής και λαϊκής πάλης μέσα στα πλαίσια του μαζικού κινήματος.»!

1ον Αν και είναι άχαρο, να επισημάνουμε πως η λογική της κοινής δράσης υπάρχει σε όλα τα βασικά ντοκουμέντα της μετωπικής αυτής συνεργασίας. Υπενθυμίζουμε σχετικά:

«Συνεργασία για την προώθηση της κοινής δράσης, για τη συνένωση και διεύρυνση ενός δυναμικού που μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη και το σωστό προσανατολισμό του λαϊκού, αντιϊμπεριαλιστικού κινήματος.»1.

«Επιδιώκουμε με τη Συνεργασία την κοινή δράση και το συντονισμό -για συγκεκριμένα κάθε φορά ζητήματα- μέσα στο κίνημα έτσι ώστε να οικοδομήσουμε μαζικούς όρους αντίστασης πάνω σε στόχους που αναδεικνύει η ζωή, βασική προϋπόθεση για νικηφόρα αποτελέσματα.»2.

«Με την άμεση συμμετοχή στα μέτωπα πάλης του λαού, απ’ τα πιο μεγάλα έως τα πιο μικρά, με την κοινή δράση και τον συντονισμό –για συγκεκριμένα κάθε φορά ζητήματα- να ανοίγουμε με την πολιτική και την πρακτική της ΛΑ-ΑΑΣ τον δρόμο προσέλκυσης δυνάμεων στο μαζικό αγώνα και της συσπείρωσης νέων δυνάμεων γύρω της.»3.

Αυτές οι διατυπώσεις, δεν συνηγορούν σε μια άκρως υποκειμενική και περιοριστική, ερμηνεία των θέσεων της ΠΑΑΣ και της ΛΑ-ΑΑΣ για την κοινή δράση. Αλλά αναδεικνύουν την κοινή δράση ως στοιχείο της φυσιογνωμίας της ΠΑΑΣ και της ΛΑ-ΑΑΣ, προκρίνοντας την πολιτική και συγκεκριμένη κάθε φορά αντιμετώπιση μιας πρωτοβουλίας κοινής δράσης.

2ον Νομίζω ότι παραβιάζονται ανοιχτές πόρτες όταν -και σωστά- γράφεται ότι το βάρος της ΛΑ-ΑΑΣ πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της ανεξάρτητης πολιτικής δράσης και πρωτοβουλίας της. Όταν όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν το ΚΚΕ(μ-λ) που έπαιρνε την πρωτοβουλία και την ευθύνη να θέτει στα σχήματα της ΠΑΑΣ/ ΛΑ-ΑΑΣ την ανάπτυξη τέτοιων πρωτοβουλιών (καμπάνια για περίθαλψη και συμβολή στον αγωνιστικό συντονισμό σωματείων, «αντιϊμπεριαλιστικός Μάρτης» το 2016, το προσφυγικό κ.ο.κ.). Η λογική αντιμετώπισης της ΛΑ-ΑΑΣ σαν προθάλαμος ενότητας είναι μάλλον που βραχυκυκλώνει και σ’ αυτό το πεδίο.

3ον  Παράγονται αντιφάσεις από την «συνύπαρξη» από τη μια της ανάπτυξης της διακριτής παρουσίας της ΛΑ-ΑΑΣ (και της επίσης αναγκαίας αντιπαράθεσης με άλλα μορφώματα) και από την άλλη της ανάπτυξης πρωτοβουλιών κοινής δράσης; Παράγονται, αλλά η ζωή δεν καταργείται με διατάγματα! Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε είναι να συνδυάζουμε διαλεκτικά αυτές τις δύο πλευρές για να ισχυροποιήσουμε τη ΛΑ-ΑΑΣ και το λαϊκό κίνημα. Η βαθιά δογματική θέση ότι με όποιον αντιπαρατίθεσαι δεν μπορείς να δρας κοινά (όπως και η ανάποδη: μ’ αυτόν που δρας κοινά δεν μπορείς να αντιπαρατίθεσαι), δεν έχει θέση σε μια μετωπική πολιτική συνεργασία για την οποία επίσης ισχύει το δίπολο ενότητα και πάλη σε άλλο επίπεδο.

4ον Το μαζικό κίνημα (όπως και να εκτιμά κανείς την κατάστασή του) δεν αποτελεί κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το γεγονός των μόνιμων και κοινών συνδικαλιστικών σχημάτων πχ στα πλαίσια των Παρεμβάσεων, σχημάτων εκπαιδευτικών με τοποθέτηση όμως συνολική και με αιτήματα για διαγραφές χρέους κλπ και με δυνάμεις «που έχουν βαθιά λαθεμένη πολιτική και προκαλούν ζημιά στην υπόθεση του αριστερού και λαϊκού κινήματος». Και από την άλλη να εκδηλώνεται μια ετσιθελική άρνηση - χωρίς δηλαδή κανένα εκφρασμένο πολιτικό λόγο-κοινής δράσης με αυτές τις δυνάμεις και το κατέβασμα στο δρόμο για ένα συγκεκριμένο ζήτημα (τριμερή). Κοινή δράση που προέκυψε από μια δημοκρατική διαδικασία και ικανοποιητικό πολιτικό πλαίσιο.

5ον Ομολογούμε λοιπόν το «έγκλημα» ότι θέλουμε την ανάπτυξη της πολιτικής δράσης της ΛΑ-ΑΑΣ μέσα και από πολιτικές συνεργασίες με άλλες πολιτικές οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές, για συγκεκριμένα κάθε φορά ζητήματα, δηλαδή μέσα και από πρωτοβουλίες κοινής δράσης. Καλό θα ήταν δηλαδή να μην φτιάχνονται «σκιάχτρα» τα οποία μετά εύκολα καταρρίπτονται. Πολύ περισσότερο που έστω με τις διαφορετικές οπτικές πάνω στο ζήτημα αυτό και την δυστοκία που επιδείκνυε το Μ-Λ ΚΚΕ στα όργανα και τις συνελεύσεις της ΛΑ-ΑΑΣ πάνω σε δικές μας προτάσεις κοινής δράσης, τελικά πείθονταν και, έστω και έτσι, η ΛΑ-ΑΑΣ (και πιο πριν η ΠΑΑΣ) έχει ένα ιστορικό τέτοιων δράσεων και μιας τέτοιας πρακτικής.

6ον Ας μιλήσουμε όμως ακόμα πιο συγκεκριμένα γι αυτό το ζήτημα:
Υπάρχουν πολλά επίπεδα κοινής δράσης, τόσο όσον αφορά το είδος και το εύρος (όπως παράδειγμα αυτή που γίνεται μέσα στο μαζικό κίνημα -όταν και αν υπάρχει-, αυτή μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων, πολιτικών συλλογικοτήτων) όσο και το βάθος (χοντρικά μπορούμε να δούμε κοινή δράση που προκύπτει από τη συμφωνία σε βασικά ζητήματα, και αυτή επί συγκεκριμένων κάθε φορά ζητημάτων).

Έτσι θα μπορούσα να πω ότι η ΛΑ—ΑΑΣ, με βάση τις διακηρύξεις της , είναι ένα αναβαθμισμένο επίπεδο κοινής δράσης δύο (έως τώρα) οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών, που ωστόσο, συνηθίζουμε να την ονομάζουμε-και σωστά- μετωπική πολιτική συνεργασία, ώστε να εκφραστεί και η ποιοτική διαφορά. Μια συνεργασία βέβαια για την οποία πρέπει να έχουμε τη συναίσθηση ότι υπολείπεται αρκετά από να μετουσιώσει αυτήν την γενικά συμφωνία σε πρακτική. Μ ‘ άλλα λόγια οφείλουμε να πασχίζουμε να αντιμετωπίσουμε σε μια πορεία τις βαθιές διαφορές που ενυπάρχουν μέσα σ’ αυτήν, με όρους ταξικής πάλης και υπηρέτησης του κινήματος.

Υπάρχει και το άλλο επίπεδο κοινής δράσης και για το οποίο γίνεται η κύρια αντιπαράθεση. Η κοινή δράση σ’ αυτό το «χαμηλό» αλλά απόλυτα αναγκαίο επίπεδο, δεν αποτελεί παρά μια πολιτική συνεργασία πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών για συγκεκριμένα κάθε φορά ζητήματα. Αν αυτό το πεδίο αποκλειστεί από τον πολιτικό μας ορίζοντα της δράσης μας –ενάντια και στο γράμμα και στο πνεύμα όλων των ντοκουμέντων της ΛΑ-ΑΑΣ- η κοινή δράση με ποιους θα γίνει; Με τον αέρα; Με τον εαυτό μας;

7ον Συμπερασματικά: Η κοινή δράση, δεν έχει ως προαπαιτούμενο τη συμφωνία στο σύνολο μιας πολιτικής γραμμής. Δημιουργείται μέσα από την προσπάθεια αντιμετώπισης κάποιου επίδικου που αναδεικνύει η ταξική πάλη και χωρίς να κουκουλώνει τις διαφορές. Δεν είναι καμπάνια εφ’ όλης της ύλης και επί παντός του επιστητού. Δεν αποτελεί συγκυριακή επιλογή αλλά επιλογή που θέλει να υπηρετήσει τις αναγκαιότητες μιας ολόκληρης πολιτικής φάσης (ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής υποχώρησης) του κινήματος. Προαπαιτούμενο είναι α) να προκύπτει μέσα από ανοιχτή δημοκρατική διαδικασία τέτοια που να περιορίζει την δυνατότητα ηγεμονισμών, β) να εκφράζεται με ένα πολιτικό πλαίσιο που να καλύπτει όσον αφορά το επίδικο ζήτημα τις κατευθύνσεις της ΛΑ-ΑΑΣ, γ) να δίνει σε ένα ευρύτερο αγωνιστικό δυναμικό την δυνατότητα της συμμετοχής. Από την παραπέρα προώθηση μιας τέτοιας αντίληψης/πρακτικής κανένας μας δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, αντίθετα έχει να κερδίσει πολλά!

Τάσος Σαπουνάς

Μέλος της ΛΑ-ΑΑΣ Ανατολικών Συνοικιών Θεσσαλονίκης



1.Ιδρυτική Διακήρυξη της Πρωτοβουλίας (ΠΑΑΣ), 2012
2.Απόφαση της Πανελλαδικής Σύσκεψης της ΛΑ-ΑΑΣ , 2013
3.Απόφαση Πανελλαδικής Επιτροπής18-19 Μάρτη 2017, επικαιροποιημένη.