Αρχικά από αρκετό αριστερό κόσμο η δημιουργία της ΠΑΑΣ και στη συνέχεια της ΛΑ-ΑΑΣ αντιμετωπίσθηκε θετικά αλλά και με μπόλικη επιφύλαξη. Άλλο ένα συνεργατικό σχήμα στα πλαίσια της Αριστεράς που θα μπορούσε να προσφέρει τι; Υπήρξε κόσμος που στη βάση κυρίως των πολιτικών μας κατευθύνσεων αποφάσισε να μας παρακολουθεί -ή και να συμμετέχει- ελπίζοντας ότι η ΛΑ-ΑΑΣ θα κάνει τη διαφορά, ότι δεν θα αποτελεί μια συρραφή απλά των θέσεων των οργανώσεων που συμμετέχουν και ότι θα αποκτήσει δική της πολιτική και κινηματική υπόσταση. Με όλους να έχουν τη δυνατότητα της άποψης και να μην αποτελούν απλά τους μαϊντανούς σε μια ομπρέλα «συνεργασίας» οργανώσεων.
Καταφέραμε να το πετύχουμε; Πόσο καταφέραμε να πείσουμε ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμη κόλπο διάσωσης οργανώσεων, όπως πολλοί έλεγαν απ' όταν εμφανίστηκε του προβλέποντας ότι θα διαλυθεί σύντομα, αλλά μια ειλικρινή προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα σχήμα συνεργασίας που θα δώσει τη δυνατότητα σε ευρύτερο κόσμο να συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής του και της δράσης του; Ένα κόσμο που αποδέχεται τις βασικές μας κατευθύνσεις αλλά και που μπορεί να έχει και τις δικές του ιδιαίτερες απόψεις;
Ένας τέτοιος απολογισμός μάλλον δεν μπορεί να είναι θετικός. Και αυτό γιατί από τη μια δεν καταφέραμε να απλωθεί η ΛΑ-ΑΑΣ στις γειτονιές, είναι ιδιαίτερα αρνητικό ότι δεν υπάρχουν σχήματά της στα πλαίσια του δήμου της Αθήνας για παράδειγμα, αλλά και απ’ ότι καταλαβαίνω, μιας και δυστυχώς δε συμμετέχω πουθενά, τα υπαρκτά της σχήματα δε μπόρεσαν να κατακτήσουν ακόμη εκείνο το βαθμό πολιτικής λειτουργίας που να πείθει ένα ευρύτερο δυναμικό να συμμετέχει ουσιαστικά, πλην ίσως εξαιρέσεων.
Πόσο καταφέραμε να έχουμε σοβαρή και μόνιμη παρέμβαση; Αυτό έχει να κάνει με το περιορισμένο των δυνάμεών μας ή μήπως με το ότι δεν έχουμε ξεκαθαρίσει στη πράξη για το τι θέλουμε από τα σχήματά της; Τα θέλουμε ιμάντες μεταφοράς των όποιων αποφάσεων της Γραμματείας ή ζωντανά και γειωμένα με τις γειτονιές τους που να μπορούν να παρέμβουν σε κάθε ζήτημα που προκύπτει χωρίς να υπάρχει ο φόβος ακύρωσης της όποιας τέτοιας παρέμβασης «από τα πάνω»;
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα τα χρόνια των μεγάλων κινητοποιήσεων, κυριάρχησαν σε διάφορες παραλλαγές οι λεγόμενες Λαϊκές Συνελεύσεις. Χωρίς συγκεκριμένη δομή η λειτουργία τους στηριζόταν στις συχνές συνελεύσεις. Όλη η Αριστερά βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό και αν η πλειοψηφία των αριστερών δυνάμεων, σε σημαντικό βαθμό και της αναρχίας, με τις «αμεσοδημοκρατικές» θεωρίες της, τις αντιοργανωτικές και αντικομματικές λογικές (οι οποίες βέβαια ξεχάστηκαν κατά τη διάρκεια των διπλών εκλογών του ’12) κυρίως όμως με τις ρεφορμιστικές πολιτικές κατευθύνσεις της δεν τις υπονόμευε θα μπορούσαν να έχουν προοπτικές για τη δημιουργία μόνιμων κινηματικών αναφορών στις γειτονιές. Έδωσαν τη δυνατότητα σε αρκετό κόσμο σε εκείνη τη φάση να εκφράσει την αντίθεσή του στην επίθεση του συστήματος. Όπου υπήρχαν δυνάμεις και αγωνιστές που πίστευαν πραγματικά στην ανάγκη της οργάνωσης του λαού μας και αντιστέκονταν στη μετατροπή τους σε παραρτήματα του ενός ή του άλλου χώρου, μέσω και των διάφορων «συντονιστικών», ή σε προπαγανδιστές κυβερνητικών λύσεων είχαμε σημαντικές κινητοποιήσεις. Υποχρεώθηκαν δυνάμεις να υιοθετήσουν πέρα από λογικές του τύπου «δεν πληρώνω» (που πλέον τις πληρώνει αρκετός κόσμος και με άσχημο τρόπο αλλά και με αδιαφορία από το «κίνημα») και λογικές αντίστασης σε κλεισίματα εργοστασίων, νοσοκομείων, σχολείων αναγκαζόντουσαν στα πλαίσια των αποφάσεών τους να υιοθετούν λογικές του τύπου «πληρώστε με», προβολής δηλαδή της ανάγκης αντίστασης στις μειώσεις μισθών και συντάξεων και της διεκδίκησης αυξήσεων. Και αυτό γιατί τα ζητήματα που θέταμε ήταν πραγματικά γειωμένα με τη θέληση και τις ανάγκες του λαού μας.
Όπου έχουν απομείνει «λαϊκές συνελεύσεις» πλέον έχουν μετατραπεί σε παραρτήματα συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, καταφέρνοντας να διώξουν τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου.
Δεν είμαι απόλυτος στη συμμετοχή ή μη σε αυτές ή στη συνεργασία μαζί τους στη βάση κάποιου θέματος. Το αν είναι αναγκαίο ή όχι, αν προωθεί την ανάγκη ανάπτυξης κινήματος ή όχι μένει στο κάθε σύντροφο ή συναγωνιστή και όπου υπάρχει στο ίδιο το τοπικό σχήμα συλλογικά να το αποφασίσει. Όχι όμως στ’ όνομα ενός γενικού και αόριστου κινηματισμού να κάνουμε σκόντο σε απόψεις που τελικά προωθούν λογικές ενός καλύτερου κυβερνητισμού υποτιμώντας έως και αναιρώντας τη σημασία και την ανάγκη της παρέμβασης της ΛΑ-ΑΑΣ. Τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή του λαού που πρέπει να παλευτούν και στο τόπο κατοικίας και να δώσουμε την άποψή μας κόντρα σε ρεφορμιστικές και συνδιαχειριστικές απόψεις είναι πολλά. Νοσοκομεία, σχολεία, ελεύθεροι χώροι, περιβάλλον, πλειστηριασμοί, χρέη σε ΔΕΚΟ, διόδια, ανεργία, φτώχεια, αντιφασισμός έως και το ζήτημα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των απειλών που δημιουργούν και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Στις μέρες μας έχουν ξεχωρίσει δύο σημαντικά ζητήματα. Από τη μια οι επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών στα Βαλκάνια με αιχμή το λεγόμενο «μακεδονικό» και από την άλλη οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί. Περιορίζομαι να πω για το πρώτο ότι είναι ιδιαίτερα αρνητικό μια δύναμη που δηλώνει και είναι αντιιμπεριαλιστική, με τα χαρακτηριστικά που δίνουμε εμείς σε αυτό τον όρο, να μην έχει αντανακλαστικά άμεσης παρέμβασης στο λαό.
Το ζήτημα των πλειστηριασμών είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Όχι τόσο στο να επεξεργαστούμε θέσεις όσο στο να κινητοποιηθεί ο κόσμος που ετοιμάζεται να του κατάσχουν το όποιο εισόδημα ή να χάσει το σπίτι του και την περιουσία του όλη. Χωρίς μάλιστα να ξεμπερδεύει οριστικά. Η δυσκολία δεν έχει να κάνει με κάποια περηφάνια αλλά με την απόλυτη απογοήτευση. Και την κινηματική. Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς όταν επί χρόνια το «κίνημα» τον έσπρωχνε σε ατομικές λύσεις παράτασης του προβλήματος μέσω νόμων ομηρίας τύπου Κατσέλη ή άλλων ρυθμίσεων και σε αναμονή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ή όταν η έλευση της πολυπόθητης κυβέρνησης έδειξε ότι τέτοιου είδους λύσεις δεν υπάρχουν το «κίνημα» περιορίστηκε στις ακυρώσεις πλειστηριασμών που ναι μεν μπορεί να είναι χρήσιμες, όπως και οι ακυρώσεις εξώσεων που κάποια στιγμή θα ξεκινήσουν, αλλά και πάλι δεν δίνουν κάποια προοπτική που να πείθει αυτόν τον κόσμο ότι μπορεί να ελπίζει σε κάτι πέρα από την αναβολή! Πολύ περισσότερο όταν βλέπει ότι και αυτό το «κίνημα» είναι κυρίως μέσο ανάδειξης συγκεκριμένων πολιτικών χώρων! Οτιδήποτε γινόταν μέχρι τώρα είχε τη λογική της ανάθεσης σε άλλους και της μετάθεσης του προβλήματος, οι δε προσπάθειες να κινητοποιηθούν οι έχοντες το πρόβλημα ήταν σχεδόν μηδενικές ακόμη και σε περιόδους που πιθανά να ήταν λιγότερο δύσκολο κάτι τέτοιο. Όπως και να ‘χε μοναδική διέξοδος κατέληγε και καταλήγει η ατομική.
Αν θέλουμε να παίξουμε κάποιο ρόλο στην υπόθεση αυτή στη κατεύθυνση κινητοποίησης του κόσμου που έχει το πρόβλημα θα πρέπει να ρίξουμε πολύ …περπάτημα. Έχοντας υπ’ όψη μας πάντα τις δυσκολίες του κινήματος να πάρουμε πρωτοβουλίες καλέσματος αυτού του κόσμου σε συζητήσεις που δεν θα του υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια αλλά θα του θέτουν το καθήκον να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Η όποια κίνησή μας να μην αποκλείει μεν και άλλες προσπάθειες που πιθανά να υπάρχουν αυτές τις μέρες στις γειτονιές αλλά να έχει ξεκάθαρη αρνητική άποψη για νομικού τύπου ή ενός άλλου κυβερνητισμού λύσεις. Πιθανά να χρειάζεται να ψαχτούμε και μεταξύ μας για συντρόφους, συναγωνιστές και φίλους που μπορεί να αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα -είτε έχουν ενταχθεί στο νόμο Κατσέλη/Σταθάκη είτε όχι- να μαζευτούμε, να τα πούμε και να μπούμε μπροστά.
Δημήτρης Ν.