Όλοι όσοι αναφερόμαστε ιδεολογικά στη μαρξική θεωρία και τον λενινιστικό εμπλουτισμό της γνωρίζουμε καλά την ιδιαίτερη θεωρητική και πολιτική σημασία της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» στο διμέτωπο αγώνα μας για την ταξική απελευθέρωση και την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, αν και διευκρινίζεται εξαρχής ότι το παρόν κείμενο κινείται περισσότερο στο επίπεδο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και λιγότερο σ' εκείνο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και πάντως επιχειρεί να κινηθεί κάπως μακριά από ορισμένες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στον πλούσιο και γόνιμο «πολιτικό διάλογο» της ΛΑ – ΑΑΣ.
Συγκεκριμένα, στις ημέρες μας, γίνεται όλο και πιο συχνά λόγος για «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό», χωρίς ωστόσο να καταβάλλεται πάντοτε μία πραγματική προσπάθεια αποκρυπτογράφησης του νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού και των πολιτικών προεκτάσεών του. Έτσι, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας συνθηματολογικής χρήσης του όρου «νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός» και υποβάθμισης των συνεπειών της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών στο επίπεδο του κράτους της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας.
Ο νεοφιλελευθερισμός ή Νέα Δεξιά (New Right) εμφανίζεται για πρώτη φορά στο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών και αποτυπώνει, πρώτα και κύρια, την οικονομική επιδίωξη της άρχουσας τάξης για περιστολή θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών, που αποτελούν ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Οι φιλοσοφικές βάσεις του σύγχρονου φιλελευθερισμού τίθενται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 από τον F. A. Hayek. Σύμφωνα με τον θεμελιωτή της Αυστριακής Σχολής Οικονομικής Σκέψης, η κοινωνία είναι μία έννοια απατηλή, επίπλαστη, χωρίς νοηματικό περιεχόμενο, και οι πραγματικοί οικονομικοί δυνάστες των λαϊκών μαζών δεν πρέπει να ανζητηθούν μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, αλλά στις εργατικές ενώσεις που θεωρείται ότι απολαμβάνων προκλητικών οικονομικών προνομίων1.
Ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης του Hayek, ο M. Friedman γίνεται πιο συγκεκριμένος, υποστηρίζοντας, μερικά χρόνια αργότερα, ότι το ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι χιμαιρικό και ότι η κεϋνσιανού τύπου κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς δεν οδηγεί στην αντιμετώπιση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά στην ενδυνάμωση των οικονομικών και συμβολικών προνομίων της δημοσιοϋπαλληλίας, στην οικονομική στασιμότητα και στην καλλιέργεια μιας νοοτροπίας νωθρότητας στους πολίτες2.
Ακόμη πιο απροκάλυπτα, ο Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος R. Nozick πρεσβεύει από τα μέσα της δεκαετίας του '70 πως το δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία έχει απόλυτο χαρακτήρα, πως δεν πρέπει να υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό όπως είναι η φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών πολιτικών του κράτους και πως το τελευταίο πρέπει να ελαχιστοποιηθεί προκειμένου να επιτευχθεί η πληρέστερη δυνατή άνθηση της προσωπικότητας των μεμονωμένων ατόμων3.
Στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, είναι πρόδηλο ότι οι νέοι φιλελεύθεροι προβαίνουν σε πρωτόφαντες επιστημονικές ακροβασίες. Η κοινωνία δεν είναι μία έννοια απατηλή, τα όρια της δεν συμπίπτουν με το απλό άθροισμα των ατόμων και των οικογενειών τους. Οι νεοφιλελεύθεροι αδυνατούν να συλλάβουν την κοινότητα των πολύπλοκων σχέσεων που μας συνέχουν ως κοινωνικά όντα και να κατανοήσουν ότι «η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα, αλλά εκφράζει το άθροισμα των συσχετίσεων, των σχέσεων», «το προϊόν της αμοιβαίας δράσης των ανθρώπων», όπως δεν κουράζεται να τονίζει ο Marx4. Η ισοπεδωτική κριτική στην κοινωνική ως αρχή συμπύκνωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης έχει ως αλυσιδωτές συνέπειες την προϊούσα ιδιωτικοποίηση του δημοσίου αγαθού της υγείας, τη μετατροπή του δικαιώματος στην εργασία σε ελαστικής μορφής απασχόληση ή και υπο – απασχόληση, την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης και στις τρεις βαθμίδες της, το μετασχηματισμό της κοινωνικής ασφάλισης των πολιτών σε κερδοφόρα υπόθεση ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και πανίσχυρων τραπεζικών ομίλων, τη μεταλλαγή των συντάξεων σε φιλοδωρήματα, τη δραστική μείωση των εναπομεινάντων κοινωνικών επιδομάτων.
Στο επίπεδο της πολιτικής, η νεοκαπιταλιστική πεποίθηση περί της πλήρους αυτορρύθμισης των αγορών – πεποίθηση κατ' ουσίαν ατεκμηρίωτη, καθαρά μεταφυσικού χαρακτήρα – και το αφήγημα για τη δημιουργία ενός «κοινού παγκόσμιου χωριού» την επαύριον της καπιταλιστικής παλινόρθωσης συμβαδίζουν με την υπονόμευση ακόμη και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας, η οποία θεωρείται ότι είναι μια δημοκρατία «χωρίς όρια», «χωρίς περιορισμούς». Η ολομέτωπη επίθεση στις εργατικές κατακτήσεις συνοδεύεται από την αυταρχική σκλήρυνση του σύγχρονου αστικού κράτους, αφού, για να πραγματοποιηθεί ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισμός και να κατασταλούν οι οξείες ταξικές αντιστάσεις που αναπόδραστα αυτός προκαλεί, το συγκαιρινό μας αστικό κράτος υποχρεώνεται να μετέρχεται όλο και πιο δεσποτικά μέσα, αποκαλύπτοντας έτσι το ψευδεπίγραφο φιλελεύθερο προσωπείο του.
Η καλπάζουσα κοινωνική περιθωριοποίηση συμβαδίζει, λοιπόν, με την εκτράχυνση του κράτους της αστικής δημοκρατίας, αυτής της «παρασιτικής απόφυσης, που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και την εμποδίζει να κινείται ελεύθερα»5. Το σύγχρονο καπιταλιστικού τύπου κράτους δεν είναι ένα ακόμη αστικό κράτος, αλλά ένας θεσμός που εδράζει την κυριαρχία του όλο και περισσότερο στον πόλο του καταναγκασμού, της αστυνόμευσης και της βίας παρά στη δόλια αποσπασμένη συναίνεση των υποτελών τάξεων.
Η περιστολή παραδοσιακών πολιτικών δικαιωμάτων και η εν γένει αυταρχική σκλήρυνση του αστικού κράτους γίνονται αρχικά αισθητές στη θατσερική Μεγάλη Βρετανία (1979 – 1990) και στις Η.Π.Α του Reagan (1981 – 1989). Σ' ένα δεύτερο χρόνο, όμως, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία υποχρηματοδοτεί, με τη σειρά της, τις οικονομικές πολιτικές στήριξης της ζήτησης, εγκολπώνεται θεμελιώδεις νεοφιλελεύθερες αρχές, όπως αυτή της ισότιμης συνύπαρξης παραγωγών και καταναλωτών, εγείρει με τις πολιτικές της ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει επίσης με την προσφυγή σε ακραίες κατασταλτικές μεθόδους. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά για να πειστούμε για του λόγου το αληθές. Η ανεκδιήγητη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αυτάρεσκα συστηνόταν μέχρι πριν από ελάχιστα χρόνια ως το κομματικό υποκείμενο της «σύγχρονης αντισυστημικής/αντικαπταλστκής αριστεράς», δεν διστάζει να επιστρατεύσει τα ΜΑΤ και, μαζί μ' αυτά, ακόμη και ληγμένα χημικά εναντίον των πολιτών που αγωνίζονται, τούτη την περίοδο, για την υπεράσπιση της πρώτης κατοικίας.
Μπροστά σ' αυτήν την πρωτοφανή αποψίλωση ιστορικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης και στο ιδιαίτερα βίαιο και αυταρχικό κράτος των νεοφιλελεύθερων χρόνων μας διαπιστώνονται τα οδυνηρά αδιέξοδα των ψευδαισθήσεων της ειρηνικής, κοινοβουλευτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό, ως εάν η προώθηση της υπόθεσης του σοσιαλισμού να ήταν ένας υγιεινός συνταγματικός περίπατος.
Στη μεθοδευμένη υπονόμευση θεμελιωδών κοινωνικών κεκτημένων και στον συναπτόμενο αυταρχικό εκτροχιασμό του νεοφιλελεύθερου κράτους θα ήταν εσφαλμένο να αντιπαρατεθεί ο βολονταρισμός της αναρχικής βίας, του καλυμμένου προσώπου, που έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση των μεθόδων της αστικής κρατικής μηχανής και τη νομιμοποίηση της γενικευμένης αστυνομικής δράσης στα μάτια εν δυνάμει κοινωνικών συμμάχων της εργατικής τάξης.
Ο αριστερός άνθρωπος έχει πρόσωπο.
Όπως έχει επώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, εργασία, φανερούς οικονομικούς πόρους. Δεν φοίτησε σε πολυτελή γυμνάσια ούτε σπούδασε σε φημισμένα ιδιωτικά Πανεπιστήμια της δυτικής όχθης του Ατλαντικού, αλλά μαθήτευσε σε δημόσια σχολειά και σε δημόσια Πανεπιστήμια. Είναι ένας άνθρωπος απέριττος, που δεν αισθάνεται περιβεβλημένος από το ναρκισσισμό του αριστεριστή επαναστάτη, που ζει την καθημερινή αγωνία της βιοπάλης, που αγωνίζεται κατά τρόπο συνειδητό, συλλογικό και οργανωμένο και που παλεύει μέσα από τη μελέτη, τα κείμενά του, τη συμμετοχή του – στο μέτρο του δυνατού – στις δημόσιες συζητήσεις και κινητοποιήσεις να απαντήσει πολιτικά, να αρθρώσει επιχειρήματα πολιτικά ενάντια στους ανορθολογισμούς και τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν καίρια το σύγχρονο καπιταλισμό και τη σύγχρονη αστική κρατική συγκρότηση, δίχως να χάνει από το οπτικό του πεδίο την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του υπάρχοντος, οικονομικού και πολιτικού, καθεστώτος, το οποίο – αλίμονο – θα γίνεται, όπως επιχειρήθηκε να δειχθεί σε αδρές γραμμές στο περιορισμένο πλαίσιο του παρόντος, όλο και πιο βίαιο, όλο και πιο καταναγκαστικό.
Μ. Σταυρουλάκης.
ΛΑ – ΑΑΣ Αθήνας.
emm.stavroulakis@gmail.com