Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τη πολιτική διαπάλη στους κόλπους της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ

Η έναρξη του διαλόγου αποτελεί μια θετική κατάκτηση για τη Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ. Η ζωή της επανέφερε το ζήτημα του διαλόγου στην ημερήσια διάταξη ως ανάγκη επιβεβλημένη που δεν χωρούσε άλλες καθυστερήσεις.

Αντίστοιχα, μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ δεν προσδιορίζονται στα ιδρυτικά κείμενα. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ήταν διαφορετικά, αφού, πάρα την γενική συμφωνία που αυτά εκφράζουν, οι δυο εκκινούσες δυνάμεις έχουν διαφορετική άποψη για τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος, για την ανάγκη που τη γέννησε, για το κενό που καλείται να καλύψει, για το ρόλο που οφείλει να διαδραματίσει, για το τρόπο που θα προωθεί τα καθήκοντα της και θα υλοποιεί τους διακηρυγμένους στόχους της.

Τα ιδρυτικά κείμενα καταγράφουν με γενικό τρόπο το πολιτικό πλαίσιο, τον προσανατολισμό και τις κατευθύνσεις, τα καθήκοντα, τη λειτουργία, την οριοθέτηση απέναντι σε άλλες δυνάμεις κ.α. Ζητήματα όπως, εξειδίκευση της πολιτικής γραμμής, της λειτουργίας, της τακτικής, είτε δεν τίθενται καθόλου, είτε, στην αντίθετη περίπτωση απαιτούν αποσαφήνιση, συγκεκριμενοποίηση, ανάπτυξη, εμπλουτισμό, εμβάθυνση. Δηλαδή, παραμένουν ανοιχτά ως προς τη διαμόρφωση τους. Μάλιστα, πολλές φορές, η γενική συμφωνία που καταγράφεται επιδέχεται διττής ερμηνείας.

Η πολιτική διαπάλη στους κόλπους της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τεχνάσματα και τερτίπια, δεν μπορεί να απαντηθεί με τη δημιουργία εντυπώσεων. Τέτοιου χαρακτήρα είναι το επιχείρημα του σ. Α.Α. που κάνει λόγο για «μεταλλαγή βασικών θέσεων της» και μάλιστα με τέτοια στοιχεία που «αποτελούν έκφραση της γραμμής του λεγόμενου αντικαπιταλιστικού χώρου, η οποία αλλοιώνει το πολιτικό περιεχόμενο του προσανατολισμού μας.».

Γιατί αποτελεί «μεταλλαγή βασικών θέσεων της» Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, η άποψη για την ενίσχυση των αντιιμπεριαλιστικών-αντικαπιταλιστικών-αντισυνδιαχειριστικών χαρακτηριστικών της και όχι η άποψη ότι «όλα είναι αντιιμπεριαλισμός»; Από που προκύπτει και πως τεκμηριώνεται πολιτικά ότι τα «τρία αντί» «αποτελούν έκφραση της γραμμής του λεγόμενου αντικαπιταλιστικού χώρου»; Πόσο μάλλον, δεν απαντάται δίκη προθέσεων, που καταλήγει να εγκαλεί όσους θέτουμε τα ζητήματα αυτά για ανοίγματα σε δυνάμεις του «αντικαπιταλιστικού χώρου».

Επίσης και ο σ. Γ.Σ. τοποθετείται πάνω στα χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ. Αφού πρώτα απαντάει στη λογική «έξω από τα σωματεία και τα συνδικάτα» που δεν έχει τεθεί από κανέναν, τονίζει «πως η κύρια κατεύθυνση της δουλειάς μας είναι να βρεθούν οι δυνάμεις μας μέσα στον κόσμο, κοντά στα προβλήματα και τις διεκδικήσεις του, στα συνδικάτα και τους μαζικούς χώρους,…». Όμως, με δεδομένη την ανυπαρξία εργατικών σχημάτων της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ αυτό γενικά σημαίνει ότι ο ρόλος της μετατρέπεται σε νεροκουβαλητή των αστικορεφορμιστικών προθέσεων.

Ειδικά, από τη προσπάθεια να βγει κινητοποίηση ενάντια στο έγκλημα κυβέρνησης -εφοπλιστών στον Σαρωνικό προέκυψαν τα εξής: Να μη πάρει η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ πρωτοβουλία κοινής δράσης, να υπονομευτεί η πρωτοβουλία της Λαϊκής Αντίστασης Πειραιά, να περάσει η πρωτοβουλία στις ΕΛΜΕ μέσω των Παρεμβάσεων, να αποκλειστεί από τις διαδικασίες η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ Ανατολικών συνοικιών.

Με αυτό το τρόπο «βρέθηκαν οι δυνάμεις μας μέσα στα συνδικάτα»; Τελικά τι «καλλιεργεί τη σύγχυση και την αποϊδεολογικοποίηση»; Η κοινή δράση στα μέτωπα πάλης που απευθύνεται σε μια πραγματική κατάσταση (οργανώσεις, συλλογικότητες κ.α.) και επιτρέπει τη συγκεκριμένη κριτική και απόδοση ευθυνών ή το αόριστο και αφηρημένο «οργανωμένο μαζικό κίνημα», η πολιτική συνεργασία και οι πολιτικές δεσμεύσεις που δημιουργεί η κοινή συνδικαλιστική παράταξη με τους «μεταβατικούς-αντικαπιταλιστές», που δεν χρεώνει καμία ευθύνη. Και εφόσον απορρίπτονται « οι καθημερινές προτάσεις κοινής δράσης που στην πραγματικότητα αποτελούν το ψευδώνυμο μιας πολιτικής συνεργασίας μαζί τους» πως επιτυγχάνεται το ότι «Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις, το κύριο στη στάση μας πρέπει να είναι η αδιάκοπη και ολόπλευρη αντιπαράθεση στην πολιτική τους που διαφέρει ριζικά από την πολιτική της ΛΑ-ΑΑΣ»; Φέροντας την πολιτική ευθύνη ενός πανό που ενσωματώνει τον ρεφορμισμό και τη συνδιαχείριση με το σύνθημα «να πληρώσει το εφοπλιστικό κεφάλαιο για τις ζημιές»;

Είναι φανερό ότι η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ έπρεπε να είχε αναλάβει ρόλο και πρωτοβουλία ταυτόχρονα με την κίνηση στα σωματεία και όχι να αντιμετωπιστούν ως αντιπαραθετικές κινήσεις.

Ξαναγυρνώντας στο επίδικο. Η κοινή δράση διαγράφεται, η πρωτοβουλία αποκλειστικά στα χέρια του «μαζικού κινήματος», τα σχήματα αναμένουν τις πρωτοβουλίες των σωματείων και των επιτροπών κατοίκων, τα τοπικά ζητήματα είναι αντιπαραθετικά στη γενική γραμμή εφόσον η «Η ΛΑ-ΑΑΣ δημιουργήθηκε στη βάση ενός κεντρικού πολιτικού προσανατολισμού και ευρύτερων πολιτικών στόχων», τοπικά ζητήματα είτε δεν υπάρχουν είτε ανάγονται σε «ακτιβισμό», τα σχήματα περιορίζουν το ρόλο τους σε μια γενικού τύπου παρέμβαση ζύμωσης και προπαγάνδας.

Αυτή η «σιωπηλή» τοποθέτηση για τα χαρακτηρίστηκα και τη φυσιογνωμία της Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ, όχι μόνο δεν έχει συμφωνηθεί, αλλά απέχει παρασάγγας τις απαιτήσεις της περιόδου.

Η πολιτική αντιπαράθεση εδράζεται στις διαφορές των δυο Οργανώσεων. Όμως η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ, δηλαδή τα σχήματα της, οι συνελεύσεις τους, τα πανελλαδικά τους όργανα, είναι ένα μετωπικό πολιτικό σχήμα. Σήμερα συσπειρώνεται σε αυτήν ένα ευρύτερο δυναμικό πέρα από τα οργανωμένα μέλη και ενδεχομένως αύριο άλλες συλλογικότητες. Η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ δεν είναι λοιπόν το πεδίο επίλυσης ή μη των κομματικών διαφορών. Ούτε βέβαια η αντίληψη που εκφράζεται με την φράση «πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές 40 και πλέον χρόνων θα τις λύσουμε τώρα;», μπορεί να αδρανοποιεί ή να υποβαθμίζει την παρέμβαση και τη λειτουργία της. Η συνέλευση των σχημάτων οφείλει να αποφασίζει με κριτήριο πως μέσα από συγκεκριμένα μέτωπα πάλης, τοπικά ή κεντρικά, προωθούνται και σε ποιο βαθμό οι διακηρυγμένοι στόχοι της. Ταυτόχρονα, μέσα από τις δημοκρατικές της διαδικασίες, με την ισότιμη συμμετοχή όλων των συναγωνιστών, με όπλο τον απολογισμό, την κριτική και την αυτοκριτική, κατά πόσο η εξειδίκευση της πολιτικής γραμμής, οι αποφάσεις, οι δράσεις και οι πρωτοβουλίες την έφεραν ή όχι, σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο, σε καλύτερες θέσεις. Αυτή τη διαδικασία οφείλουμε να διασφαλίσουμε ακριβώς επειδή κατοχυρώνει στη πράξη, πέρα από διακηρύξεις και προθέσεις, ότι η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ λειτουργεί ως ανοιχτό μετωπικό σχήμα.

Τέλος, σχετικά με το «αυτονόητο» της διεύρυνσης της, εμφανίζονται πάλι όλα «τακτοποιημένα». «Με δεδομένο ότι το ερώτημα είναι απαντημένο από τα ιδρυτικά της κείμενα», αναφέρει ο σ. Α.Α., προσπερνώντας μονομιάς όλη την διαδικασία που εξελίσσεται και δεν αφορά το «γενικότερο πλαίσιο των θέσεων της». Τόσο αυτονόητο ώστε να χαρακτηρίζονται ως «αποκλίνουσες» δράσεις σχημάτων της που δεν «εναρμονίζονται με το γενικό πολιτικό πλαίσιο της ΛΑ-ΑΑΣ» και άλλοτε «ανωμαλία» η ύπαρξη συναγωνιστικών σχημάτων και η κίνηση τους. Πρόκειται προφανώς για μια λαθεμένη αντίληψη που βλέπει μια κλειστή συνεργασία των δυο Οργανώσεων, καθορισμένη αποκλειστικά «από τα πάνω». Αυτή η αντίληψη όχι μόνο είναι ενάντια στην διεύρυνση της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, αλλά υπονομεύει και την υπόσταση της.

Δημήτρης Μπουγιούκας,
μέλος της Γραμματείας της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ