Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Πολιτική συνεργασία της ΛΑ-ΑΑΣ με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να γίνει

Ένα ζήτημα που έχει τεθεί με μεγάλη οξύτητα στη ΛΑ-ΑΑΣ, από την πλευρά του ΚΚΕ(μ-λ), ιδιαίτερα μετά την υποχώρηση του λαϊκού κινήματος, είναι η λεγόμενη κοινή δράση. Σε διάκριση με το πρώτο διάστημα ύπαρξης της ΠΑΑΣ και της ΛΑ-ΑΑΣ, τον τελευταίο χρόνο ιδιαίτερα, το ΚΚΕ(μ-λ) κρίνει πως η ΛΑ-ΑΑΣ πρέπει να αποδέχεται και, κυρίως, να παίρνει πρωτοβουλίες συνεργασίας με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (προηγούμενα και με τον ΣΥΡΙΖΑ), αποδυναμώνοντας και υποκαθιστώντας έτσι την αυτοτελή της δράση. Από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ, τις οργανώσεις του τροτσκιστικού ρεύματος, την ΚΟΕ και τις παρυφές του αντιεξουσιαστικού χώρου, αναζητείται από το ΚΚΕ(μ-λ) η διαμόρφωση κοινών πολιτικών πλαισίων, αιτημάτων, συνθημάτων, πολιτικών εκδηλώσεων και κοινής δράσης.

Παρεμπιπτόντως, σε συνελεύσεις φοιτητικών συλλόγων, δυνάμεις του ΚΚΕ(μ-λ) παρακολουθούν μια λογική που θέλει να ψηφίζονται πολιτικά πλαίσια και όχι αιτήματα δράσης, διασπώντας δυνάμεις που μπορούν να ενωθούν σε κοινά αιτήματα διεκδίκησης, ενώ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο αναζητούν πολιτική συμφωνία ανάμεσα σε ετερόκλητες αντιλήψεις και πολιτικές, που τελικά δεν προωθούν το αναγκαίο πολιτικό στίγμα και δημιουργούν πολιτική σύγχυση.

Ο προνομιακός αποδέκτης της κοινής δράσης, που επιδιώκει το ΚΚΕ(μ-λ), είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ, ΣΕΚ κ.ά.), ο πυρήνας του λεγόμενου αντικαπιταλιστικού πόλου. Ας δούμε ορισμένες βασικές πολιτικές θέσεις του αντικαπιταλιστικού πόλου που, λογικά, κρίνουν αν μπορεί να επιδιωχθεί μαζί του μια πολιτική συνεργασία. Εκτός και αν οι πολιτικές θέσεις είναι δευτερεύον στοιχείο και το πρωτεύον είναι το να γίνει κάτι...

Όταν οι αμερικανονατοϊκοί ιμπεριαλιστές εφορμούσαν να καλύψουν το κενό που άφηνε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μετά το 1989, τα προπαγανδιστικά τους όπλα ήταν η δαιμονοποίηση όσων αντιστέκονταν στην επιδρομή τους και η ψευδεπίγραφη «αυτοδιάθεση των εθνών». Αυτό ακριβώς το σύνθημα της «αυτοδιάθεσης» έκανε και κάνει σημαία του αυτός ο χώρος. Όταν το ΝΑΤΟ διαμέλιζε τη Γιουγκοσλαβία με πόλεμο, το ΣΕΚ κραύγαζε «κάτω ο εθνικιστής Μιλόσεβιτς» και στον UCK έβλεπε αγωνιστές της ελευθερίας. Το πρωτοσέλιδο του ΠΡΙΝ έγραφε πως «ο Μιλόσεβιτς σφάζει και τα Βαλκάνια τρέμουν» και το NAP εκτιμούσε ότι «η πορεία ανεξαρτητοποίησης του Κοσσυφοπεδίου είναι θετική» και ότι «η εγκατάσταση 20-30.000 στρατιωτών των μεγάλων νατοϊκών δυνάμεων θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο της κρίσης»!

«Σε Ελλάδα Τουρκία και Μακεδονία, ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα υπουργεία» συνθηματολογεί, τώρα, το ΣΕΚ. Και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναφερόμενη στο ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ λέει πως δε θα γίνουμε «νονοί των Βαλκανίων», αποσιωπώντας τον εθνικισμό-αλυτρωτισμό των κυβερνήσεων της πΓΔΜ, εξωραΐζοντας τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και τροφοδοτώντας τελικά, με αυτόν τον τρόπο, τον εθνικισμό στη χώρα μας.

Όταν οι Αμερικανοί με τους συμμάχους τους εξαπέλυσαν κατακτητικούς πολέμους στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία, το λεγόμενο αντικαπιταλιστικό ρεύμα βρέθηκε και εξακολουθεί να βρίσκεται είτε συμπαραστάτης και αρωγός του «Ελεύθερου Συριακού Στρατού», των ανδρεικέλων δηλαδή των Αμερικανών, είτε στη γραμμή των ίσων αποστάσεων, διευκολύνοντας την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και αποδυναμώνοντας το αντιιμπεριαλιστικό αντιπολεμικό κίνημα.

Όταν τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία έκαναν λόγο για την παγκοσμιοποίηση και για την κατάργηση των συνόρων για να μπορούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αλωνίζουν ελεύθερα, το «αντικαπιταλιστικό ρεύμα», σε πλήρη αρμονία, φώναζε «σύνορα ανοιχτά».

Όταν στη χώρα μας, τη δεκαετία του 1990 με τα Βαλκάνια διαλυμένα, η ελληνική μεγαλοαστική τάξη έπαιρνε τον ίσκιο της για μπόι και ο Σημίτης, σε κλίμα χρηματιστηριακής και ολυμπιακής ευφορίας, έκανε λόγο για την «ισχυρή Ελλάδα», αυτές οι δυνάμεις υπερθεμάτιζαν, ανακαλύπτοντας πως η αστική τάξη όχι μόνο έπαψε να είναι εξαρτημένη και υποτελής, αλλά έγινε ανεξάρτητη και μάλιστα ιμπεριαλιστική. Το δε ΣΕΚ πολιτικά και εκλογικά, για χρόνια, στήριζε το ΠΑΣΟΚ.

Όταν το 2012 πρόβαλε η προοπτική της λεγόμενης αριστερής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο «αντικαπιταλιστικός πόλος» μετατράπηκε σε ουρά του, διευκολύνοντας τους ιμπεριαλιστικούς και αστικούς σχεδιασμούς για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) που θα κλιμάκωνε την αντιλαϊκή επίθεση, δυσφημίζοντας την αριστερά και δημιουργώντας σοβαρά αναχώματα στην ανάπτυξη λαϊκών αγώνων. Το δε λεγόμενο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εκτός από ορισμένες δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις, ταυτίζονταν στα βασικά σημεία με τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το ρεφορμιστικό, στην πραγματικότητα, πρόγραμμα αποτελεί την πολιτική βάση, και σήμερα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

«Κάτω η κυβέρνηση» και «η χούντα δεν τελείωσε το 73» ήταν τα βασικά συνθήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που άνοιγαν δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη της συμμετείχαν στην επιτροπή για το χρέος, και όχι μόνο, και όλη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετείχε, στις αρχές του 2015, στις φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις της «εθνικής αξιοπρέπειας και διαπραγμάτευσης».

Το θορυβώδικο αντικαπιταλιστικό ρεύμα, στην πράξη, μετατρέπεται σε ηχώ της ιμπεριαλιστικής και αστικής πολιτικής και προπαγάνδας. Κάτω από την πίεσή της υποχωρεί και προσαρμόζεται, συγκαλύπτοντας την προσαρμογή του αυτή με βροντώδεις διακηρύξεις και ψευτοεπαναστατικές φράσεις. Επίσης, κάτω από αυτή την πίεση, μηδενίζει όλη τη θετική διαδρομή του παγκόσμιου και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις, «επαναθεμελιώνοντας» το μαρξισμό ξανά και ξανά.

Όταν αναφέρεται στον ιμπεριαλισμό, το κάνει κάτω από την ισχυρή πίεση της πραγματικότητας και των εξελίξεων, διαστρεβλώνοντας το περιεχόμενο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, κατανοώντας τον κόσμο γεμάτο από μικρούς, μεσαίους και μεγάλους ιμπεριαλισμούς. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, το κορυφαίο αίτημα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, για την απαλλαγή της χώρας μας από τη διπλή κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, λοιδορείται με μισοαναρχικές αντιλήψεις που δε βλέπουν ίχνος ταξικού αγώνα σε αυτή την πάλη. Στο πλαίσιο αυτό, ο πατριωτικός αγώνας, η υπεράσπιση της εδαφικής κυριαρχίας, η πάλη για τα εθνικά δίκαια, κρίνονται ως αστικά και εκχωρούνται, για καπηλεία, στις αντιδραστικές και φασιστικές δυνάμεις.

Αν αυτός είναι ο πολιτικός προσανατολισμός του «αντικαπιταλιστικού χώρου», με τον οποίο οι θέσεις μας βρίσκονται σε ριζική αντιπαράθεση, τι περιθώρια συνεργασιών έχει η ΛΑ-ΑΑΣ μαζί του; Πώς μπορεί το σύνολο της πολιτικής δράσης της ΛΑ-ΑΑΣ, όπως προτείνουν οι σ. του ΚΚΕ(μ-λ), να περνά μέσα από διαρκείς προτάσεις συνεργασίας προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τη ΛΑΕ, τις τροτσκιστικές οργανώσεις; Μια τέτοια στάση και πρακτική, αναζήτησης «μέσου όρου» πολιτικών πλαισίων μαζί τους, δείχνει υποτίμηση της πολιτικής πάλης, οδηγεί στην άμβλυνση των πολιτικών διαφορών και καλλιεργεί τον συμφιλιωτισμό απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις.

Χωρίς να αποκλείονται συμπράξεις και συμπορεύσεις με δυνάμεις που βρίσκονται κάτω από την επίδραση αυτού του ρεύματος, στο βαθμό που εξασφαλίζονται οι αναγκαίες κάθε φορά προϋποθέσεις, τίποτε δεν έχει να προσφέρει η πολιτική συνεργασία με τις δυνάμεις αυτές. Και σίγουρα δεν βοηθά τον κόσμο που παρακολουθεί και ψάχνει να βρει πολιτικές απαντήσεις και διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση.

Όπως δε βοηθά η πρόσφατη προσπάθεια, στα πλαίσια της ΛΑ-ΑΑΣ, ακρωτηριασμού της εθνικής ανεξαρτησίας σε σκέτη ανεξαρτησία, με προφανή σκοπό τη διευκόλυνση της επαφής με το αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Ή η επίσης πρόσφατη κωδικοποίηση στα “τρία αντί”, για τους ίδιους λόγους. Με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση των “τριών αντί” έκλεινε και η πρόταση κοινής δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που απεύθυνε σε όλες τις οργανώσεις που αναφέρονται στην αριστερά, σε μια προσπάθεια να ξαναζεσταθεί η ιδέα της παναριστεράς, αναζητώντας πλυντήριο πολιτικών ευθυνών και υποκατάστατα μαζικού αγώνα.

2.3.2018

Κοντοφάκας Δημήτρης